- Σχοινέα
- Σχοινέᾱ , Σχοίνευςmasc acc sgΣχοινέᾱ , Σχοινεύςmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σχοινέα — σχοινέᾱ , σχοινεύς masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχοινούς — Όνομα αρχαίων ελληνικών γεωγραφικών τοποθεσιών. 1. Λιμάνι της Κορίνθου, στο πιο στενό σημείο του Ισθμού. Κοντά στο λιμάνι αυτό βρισκόταν το περίφημο έργο του Περίανδρου, ο δίολκος, με τον οποίο τραβούσαν τα πλοία από τον Κορινθιακό στο Σαρωνικό… … Dictionary of Greek
Αταλάντη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Η έντονα αρρενωπή ομορφιά της Α., η δεινότητά της στο κυνήγι, το γρήγορο τρέξιμό της, η αγάπη της για την άγρια ζωή και η εμμονή στην παρθενία της την ταυτίζουν αρκετά με την Άρτεμη. Κατά τη βοιωτική εκδοχή του μύθου ήταν… … Dictionary of Greek
Καλυδώνιος Κάπρος — Μυθολογικό ον. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση ήταν ένας αγριόχοιρος με εξαιρετική δύναμη. Τον έστειλε στην Καλυδώνα της Αιτωλίας (βλ. λ. Καλυδών) η Άρτεμη για να εκδικηθεί την ασέβεια του βασιλιά Οινέα, ο οποίος προσέφερε θυσία σε όλους τους… … Dictionary of Greek